Dizionario Cinese - Greco

中文, 汉语, 漢語 - ελληνικά

雨伞 Greco:

1. ομπρέλα ομπρέλα


Bρέχει σήμερα. Πού έχω όμως την ομπρέλα μου;
Η Χάνακο έχει ξεχάσει την ομπρέλα της πάλι.