Dizionario Vietnamita - Greco

Tiếng Việt - ελληνικά

bươm bướm Greco:

1. πεταλούδα πεταλούδα



Greco parola "bươm bướm"(πεταλούδα) si verifica in set:

Ζωύφια και έντομα στα βιετναμέζικα