Dizionario Rumeno - Greco

limba română - ελληνικά

A prinde Greco:

1. Σύλληψη Σύλληψη


Ο συναγερμός της αστυνομίας ξεκίνησε το βράδυ και τελείωσε τα ξημερώματα, με την σύλληψη του δράστη.