Dizionario Polacco - Greco

język polski - ελληνικά

premier Greco:

1. πρωθυπουργός πρωθυπουργός


Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας έδωσε χθες συνέντευξη τύπου στο Ζάππειο.
Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη.

Greco parola "premier"(πρωθυπουργός) si verifica in set:

grecki - kraj, ustroj