Dizionario Polacco - Greco

język polski - ελληνικά

list Greco:

1. η επιστολή η επιστολή



Greco parola "list"(η επιστολή) si verifica in set:

grecki, rzeczowniki, z p. Ludmila

2. γράμμα γράμμα


Μόλις πήρα το γράμμα σου χθές.
Αυτή δεν μου άφησε να διαβάσω το γράμμα.

Greco parola "list"(γράμμα) si verifica in set:

różne - grecko-polski

3. το γράμμα το γράμμα