Dizionario Polacco - Greco

język polski - ελληνικά

dzieło Greco:

1. εργασία εργασία


Τελείωσες τη σχολική εργασία σου;

2. το έργο



Greco parola "dzieło"(το έργο) si verifica in set:

Lekcja 4 - słówka i zwroty