Dizionario Polacco - Greco

język polski - ελληνικά

Pan Greco:

1. κύριος κύριος


Ο κύριος Σμιθ είχε τρεις γιους που έγιναν μηχανικοί.

Greco parola "Pan"(κύριος) si verifica in set:

Słowniczek III