Dizionario Olandese - Greco

Nederlands, Vlaams - ελληνικά

schaal Greco:

1. ζυγαριά ζυγαριά



Greco parola "schaal"(ζυγαριά) si verifica in set:

Λεξιλόγιο για το μπάνιο στα ολλανδικά