Dizionario Olandese - Greco

Nederlands, Vlaams - ελληνικά

Zuurstof Greco:

1. οξυγόνο



Greco parola "Zuurstof"(οξυγόνο) si verifica in set:

Τα 20 κύρια χημικά στοιχεία στα ολλανδικά