Dizionario Italiano - Greco

italiano - ελληνικά

lavapiatti Greco:

1. πλυντήριο πιάτων πλυντήριο πιάτων



Greco parola "lavapiatti"(πλυντήριο πιάτων) si verifica in set:

Οικιακές συσκευές στα ιταλικά