Dizionario Italiano - Greco

italiano - ελληνικά

Greco:

1. εκεί εκεί


Θα είμαι εκεί στις πέντε μ.μ.
Φτάσανε εκεί πριν την αυγή.

Greco parola "Là"(εκεί) si verifica in set:

ITALIAN WORDS