Dizionario Francese - Greco

Français - ελληνικά

été Greco:

1. καλοκαίρι καλοκαίρι


Πάω στην ύπαιθρο κάθε καλοκαίρι.

Greco parola "été"(καλοκαίρι) si verifica in set:

Mois en grec