Dizionario Inglese - Greco

English - ελληνικά

probable Greco:

1. πιθανό πιθανό


Είναι πιθανό η ποδοσφαιρική συνάντηση να αναβληθεί εξαιτίας της βροχής.

Greco parola "probable"(πιθανό) si verifica in set:

Notes 01/03/2019