Dizionario Inglese - Greco

English - ελληνικά

holidays Greco:

1. διακοπές διακοπές


Άφησε γένι όσο ήταν στις διακοπές.

Greco parola "holidays"(διακοπές) si verifica in set:

Ταξιδιωτικό γραφείο - Travel agency