Dizionario Inglese - Greco

English - ελληνικά

fit Greco:

1. σε καλή φυσική κατάσταση σε καλή φυσική κατάσταση



Greco parola "fit"(σε καλή φυσική κατάσταση) si verifica in set:

M 1a. 27 -1b. 17
LK7.7D - LF7.3

2. χωράω χωράω



Greco parola "fit"(χωράω) si verifica in set:

Companion 4d

3. νευρική κρίση νευρική κρίση



Greco parola "fit"(νευρική κρίση) si verifica in set:

LK6.2Α - LK6.14