Dizionario Inglese - Greco

English - ελληνικά

fair Greco:

1. ανοιχτόχρωμα ανοιχτόχρωμα



2. έκθεση έκθεση



Greco parola "fair"(έκθεση) si verifica in set:

Companion 5a

3. ανοιχτόχρωμος ανοιχτόχρωμος



Greco parola "fair"(ανοιχτόχρωμος) si verifica in set:

JunioR B/ SenioR A

4. πανηγύρι πανηγύρι



Greco parola "fair"(πανηγύρι) si verifica in set:

Notes 24/07/2018 (b)