Dizionario Inglese - Greco

English - ελληνικά

face Greco:

1. πρόσωπο πρόσωπο



Greco parola "face"(πρόσωπο) si verifica in set:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 251 - 300
Χρήσιμα Ουσιαστικά - Useful nouns

2. αντιμετωπίζω ένα πρόβλημα αντιμετωπίζω ένα πρόβλημα



Greco parola "face"(αντιμετωπίζω ένα πρόβλημα) si verifica in set:

Μ2.1 - 2a. 12

3. αντιμετωπίζω αντιμετωπίζω



Greco parola "face"(αντιμετωπίζω) si verifica in set:

Notes 14/11/2017

4. αντικρίζω αντικρίζω



Greco parola "face"(αντικρίζω) si verifica in set:

CC1.26 - CC2.13