Dizionario Inglese - Greco

English - ελληνικά

certain of Greco:

1. σίγουρος σίγουρος


Δεν είμαι σίγουρος πώς να προσφέρω αυτή τη λέξη.

Greco parola "certain of"(σίγουρος) si verifica in set:

Prepostitions II (a)