Dizionario Greco - Turco

ελληνικά - Türkçe

πρόσβαση in turco:

1. erişim erişim



Turco parola "πρόσβαση"(erişim) si verifica in set:

Οι 15 κύριοι όροι για τους υπολογιστές στα τουρκικά