Dizionario Greco - Svedese

ελληνικά - Svenska

ντροπαλός Svedese:

1. blyg blyg


Följ med oss, var inte blyg!

Svedese parola "ντροπαλός"(blyg) si verifica in set:

Επίθετα προσωπικότητας στα σουηδικά