Dizionario Tedesco - Greco

Deutsch - ελληνικά

spät Greco:

1. σιγά σιγά



2. αργά αργά


Είναι αργά.
Κάλλιο αργά παρά ποτέ.

Greco parola "spät"(αργά) si verifica in set:

Lektion 8 Kb. S. 104