Dizionario Tedesco - Greco

Deutsch - ελληνικά

Sommer Greco:

1. καλοκαίρι καλοκαίρι


Πάω στην ύπαιθρο κάθε καλοκαίρι.

Greco parola "Sommer"(καλοκαίρι) si verifica in set:

Monate auf Griechisch