Dizionario Arabo - Greco

العربية - ελληνικά

معاون، مساعد، مفيد، فاعل خير Greco:

1. Συνεργάτης, βοηθός, ευεργέτης, φιλάνθρωπος Συνεργάτης, βοηθός, ευεργέτης, φιλάνθρωπος